ερμηνεύσιμος

ερμηνεύσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να ερμηνευθεί, ο δεκτικός ερμηνείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερμήνευσις + -ιμος (πρβλ. αναλύσ-ιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ανδρέα Σκιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”